- αρχινάω
- αρχινάω / αρχινώ, αρχίνησα, αρχινισμένος βλ. πίν. 58
(και ως απρόσ. αρχινάει)
——————Σημειώσεις:αρχινάω : έχει την ίδια έννοια με το αρχίζω αλλά απαντάται σπάνια, κυρίως στον απλό προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.